Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ μαλϑακία

См. также в других словарях:

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»