-
1 μαλθακία
-
2 τρυφή
τρυφή, ἡ, 1) Weichlichkeit, Ueppigkeit, Schwelgerei; Eur. Phoen. 1498; τρυφὰς τρυφᾶν, Bacch. 968, u. öfter; – ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφή, Ar. Lys. 381; vornehmes Leben; Plat. vrbdt τρυφὴ καὶ ἀκολασία, Gorg. 492 c; καὶ μαλϑακία, Rep. IX, 590 b; καὶ ἀργία, Legg. X, 901 e; καὶ ῥᾳϑυμία, ib. c; – auch übermüthige, schnöde Behandlung, Mißhandlung, καὶ ὕβρις, Gorg. 525 a; ὑπερηφάνως ζώντων διὰ τρυφάς, Legg. III, 691 a. – 2) Schwächlichkeit, Zerbrechlichkeit, Sp.
См. также в других словарях:
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek